- σκηνίτης
- σκηνί̱της , σκηνίτηςdweller in tentsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σκηνίτισσα Ν, θηλ. σκηνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που ζει σε σκηνή ή καλύβα 2. συνεκδ. νομάδας αρχ. 1. φτωχός, άπορος άνθρωπος 2. ο κάτοχος στάβλου 3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή («σκηνίτῃ δὲ βίῳ χρῶνται», Διόδ.).… … Dictionary of Greek
σκηνίτης — ο αυτός που ζει σε σκηνή, αυτός που ζει νομαδική ζωή: Οι Σαρακατσαναίοι παλιότερα ήταν σκηνίτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκηνῖται — σκηνίτης dweller in tents masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνευτής — ὁ, Α 1. σκηνίτης 2. κατασκευαστής σκηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + κατάλ. ευτής, παρλλ. τ. τού σκηνίτης*] … Dictionary of Greek
σκηνίτας — σκηνί̱τᾱς , σκηνίτης dweller in tents masc acc pl σκηνί̱τᾱς , σκηνίτης dweller in tents masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… … Dictionary of Greek
βλαχοποιμήν — ο σκηνίτης τσοπάνης των βουνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + ποιμήν. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
σκηνιτῶν — σκηνῑτῶν , σκηνίτης dweller in tents masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνίταις — σκηνί̱ταις , σκηνίτης dweller in tents masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνίτην — σκηνί̱την , σκηνίτης dweller in tents masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)